- ισταριον
- ἱστάριοντό Men. demin. к ἱστός См. ιστος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιστάριον — ἱστάριον, τὸ (Α) μικρός ιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. κυν άριον, παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
ἱστάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱσταρίοις — ἱστάριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱσταρίου — ἱστάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστάρια — ἱστάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστάρι — το 1. η φόδρα 2. το πρώτο στρώμα χρωματισμού σε κάποια επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. astar, πιθ. < αρχ. ιστάριον, υποκορ. του ιστός] … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek